Βασίλης Λεβέντης: Τώρα αυτός είναι o σοβαρός και οι άλλοι γραφικοί;

Πορεύτηκε στην έρημο της εξωκοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης επί 23 χρόνια, καταγγέλλοντας και ενίοτε εξορκίζοντας αλλά και υφιστάμενος μια κανιβαλική προπαγάνδα που στόχευε στην απομόνωση και την παράδοσή του στη χλεύη του κοινού ως γραφικού μιντιακού αρλεκίνου – Προ δύο μηνών ξεσπάθωσε: «Είκοσι πέντε χρόνια με είχαν ξεγραμμένο»

Αναμφίβολα ήταν ο πρωταγωνιστής της πρόσφατης σύσκεψης των πολιτικών αρχηγών. Αμέσως μετά το ναυάγιο της σύγκλησης στο προεδρικό μέγαρο ξέσπασε μπροστά στις κάμερες. Ζήτησε οικουμενική κυβέρνηση.

Εξέφρασε την αποστροφή του για τη χαμηλή ποιότητα του δημόσιου διαλόγου. Μόρφασε απαξιωτικά για τα  «λόγια του αέρα» από τον πρωθυπουργό και κατακεραύνωσε την «άλλα αντ’ άλλων» ρητορεία από την υπόλοιπη αντιπολίτευση. Δεν επρόκειτο για το φλύαρα εκτονωτικό σόου ενός παλιού τηλεοπτικού κομπέρ. Ηταν στο σωστό τάιμινγκ η ανάδυση ενός νέου, ανθεκτικού και συστημικού παίκτη στο οβάλ πολιτικό τραπέζι. Με ατού του τα βαριά χαρτιά της ειλικρίνειας και του κοινού νου, αλλά και ως κάτοχος της τεχνικής της μπλόφας.

Εξάλλου ο πρόεδρος της Ενωσης Κεντρώων θεωρείται πλέον κάτι πολύ παραπάνω από ένας δικαιωμένος προφήτης. Στον δημόσιο βίο αναγνωρίζεται ήδη ως έγκυρη αποτύπωση της στωικότητας, της σοβαρότητας, της ψυχραιμίας, προερχόμενης από ένα ανιδιοτελή άνθρωπο με αγνές προθέσεις. Δεδομένης της εξασθένησης των φοβικών γκρίζων τηλεοπτικών περιοχών όπου κάποτε όλα θεωρούνταν πόλεμος και όλοι αναγορεύονταν σε εχθρούς, ο φραστικά μπουρλοτιέρης Βασίλης Λεβέντης θεωρείται πως έχει εξελιχθεί σε ευπροσήγορη και ευρύτατα αποδεκτή πολιτική φιγούρα. Ελάχιστοι πλέον θυμούνται τη βροντώδη αποστροφή του «κάποια ζώα δεν με πίστευαν, τώρα θα με πιστέψουν» που φώναζε πνιχτά χτυπώντας θυμωμένα το τραπέζι, καταφανώς με πληγωμένο εγωισμό, στη θρυλική τελευταία εκπομπή του στο Κανάλι 67, η οποία αριθμεί 650.000 χτυπήματα στο YouTube.

Οποιοι ανατρέχουν στα βίντεο του παρελθόντος μάλλον θα συναντήσουν αντί ενός οξυμένου παραληρήματος πνευματική διαύγεια στη διατύπωση των επιχειρημάτων του. Αναπόφευκτα περιβάλλεται σήμερα από το κύρος του έντιμου και καλοσυνάτου πολιτικού που επιθυμεί να προσφέρει στην πατρίδα, χτίζοντας παράλληλα με νηφαλιότητα την υστεροφημία του. Παρότι εκτιμάται ότι ατομικά δεν έχει αποτινάξει πλήρως τα αδύνατα σημεία του: το δύσθυμο ύφος, το στραβωμένο βλέμμα, την ενίοτε οργίλη εκφορά και τα αιφνίδια θρυλικά του «κρανιάσματα» που συνέθεταν κατά το παρελθόν τη στρεβλή εικόνα ενός εκρηκτικού πλην μοναχικού βολονταριστή πολιτικού, ο οποίος εμφανιζόταν μεταμεσονύκτια σε περιθωριακό κανάλια, έπινε με καλαμάκι τον φραπέ του και μονολογούσε στην τηλεοπτική κάμερα – ο ίδιος έχει πια απαλλαγεί οριστικά από την απαξιωτική ταμπέλα του γραφικού περιθωριακού που με επιμελώς οξυμένη καταφρόνηση, μομφές και μνησίκακες λοιδορίες επιχειρούσαν να του κρεμάσουν οι επικριτές του επί δύο και πλέον δεκαετίες.

Για την απαγκίστρωση από αυτή την τεχνητή ετικέτα φρόντισε το 3,43% των Ελλήνων ψηφοφόρων που προτίμησαν να εμπιστευτούν το ψηφοδέλτιο του κόμματός του, όπου πλάι στη δική του φωτογραφία αποτυπωνόταν και μια σήραγγα φωτισμένη, μαζί με μία λεζάντα: «Η έξοδος από το σκοτεινό τούνελ». Οι εκλογές του περασμένου Σεπτεμβρίου φώτισαν και μια νέα αφετηρία για την Ενωση Κεντρώων, η οποία πέτυχε την είσοδό της στη Βουλή και την εκλογή 9 βουλευτών με ποσοστό που θα ζήλευαν τόσο ο ΛΑΟΣ όσο και το Κίνημα του Γιώργου Παπανδρέου. Ουσιαστικά, όμως, αποτέλεσε την αναγνώριση ενός ανθρώπου ο οποίος επί χρόνια επισήμαινε κάποιες ενδιαφέρουσες αλήθειες και εξέφραζε ορισμένες πρωτότυπες ιδέες, αν και ο ίδιος φρόντιζε να προσγειώνει την αργοπορημένη υιοθέτηση των απόψεών του από τους πρότερα κωφεύοντες, τονίζοντας με σύνεση, ασύμβατη με τον ρομαντικό δονκιχωτισμό που του απέδιδαν, ότι έλεγε το αυτονόητο σε μια εποχή όπου όλοι επαναπαύονταν και αδρανούσαν. Οποια πάντως κι αν ήταν η επιρροή των λεγομένων του, η είσοδός του στη Βουλή χαρακτηρίστηκε ως δικαίωση για όσα ο Λεβέντης στόχευσε με πείσμα, τόλμη, αυταπάρνηση και θυσίες επί 25 περίπου χρόνια. Ηταν μια επιβράβευση για έναν πολιτικό που δεν έταξε ποτέ τίποτε σε κανέναν, επέμενε και υπέμενε ενσαρκώνοντας σχεδόν τη φράση του Σάμιουελ Μπέκετ «Πάντα προσπάθεια. Πάντα αποτυχία. Δεν πειράζει. Προσπάθησε ξανά. Απότυχε ξανά. Απότυχε καλύτερα». Συνδυάζοντάς την, ωστόσο, με τη ρήση του Ουίνστον Τσόρτσιλ: «Αυτό που μετράει είναι το κουράγιο να συνεχίζεις».

Κατηγορηματικός παρουσιάστηκε στην πρόσφατη σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Προκόπη Παυλόπουλο, ξεκαθαρίζοντας πως θα συμμετέχει μόνο σε οικουμενικό κυβερνητικό σχήμα

Σε μία από τις γκρίζες πολυκατοικίες της αντιπαροχής στην οδό Καρόλου, δίπλα στην πλατεία Καραϊσκάκη και απέναντι από τα θέατρα Περοκέ και Βέμπο, η ατμόσφαιρα την επαύριον των πρόσφατων εκλογών ήταν φρενιτωδώς πανηγυρική. Στα λιτά διακοσμημένα γραφεία του 5ου ορόφου, όπου στους τοίχους δέσποζαν φωτογραφίες και πορτρέτα του προέδρου, αφίσες του κόμματος και κάδρα του «Γέρου της Δημοκρατίας», του Αλέξανδρου Παπαναστασίου και του Νικόλαου Πλαστήρα, τα αφοσιωμένα στελέχη της Ενωσης Κεντρώων περίμεναν τον 64χρονο Βασίλη Λεβέντη να φτάσει ως εκεί με το ταπεινό μολυβί Toyota του. Εξημμένος από τις επευφημίες και τα χειροκροτήματα, καμαρωτός αλλά εγκάρδιος, περήφανος όσο και συγκινημένος, ο πρόεδρος του κόμματος υποδεχόταν εξωστρεφώς την ανέκκλητη ηδονή που του πρόσφερε η καθυστερημένη άφιξη μιας πολύχρονα επιζητούμενης εκλογικής επιτυχίας.

Είχε κιόλας παρέλθει ένα τέταρτο του αιώνα από τότε που ξεκίνησε την πολιτική σταδιοδρομία του, στεγάζοντας το κόμμα που ίδρυσε το 1992 αρχικά στην οδό Πειραιώς, έδρα του Καναλιού 67, και κατόπιν στην οδό Χαλκοκονδύλη, αψηφώντας στερεότυπες τακτικές, διεκδικώντας το δικαίωμα της αντίστασης στην κομματική ομογενοποίηση και εισπράττοντας εξαιτίας της ανεξαρτησίας του την εκλογική αδιαφορία των ψηφοφόρων. Εξάλλου, την ίδια απροθυμία υπερψήφισής του είχε εισπράξει όταν ως ιδρυτικό μέλος του ΠΑΣΟΚ μετείχε ως υποψήφιος βουλευτής στο ψηφοδέλτιό του, καθώς και αργότερα σε εκείνο της Νέας Δημοκρατίας στη Β’ Αθήνας τον Ιούνιο του 1989. Από το να μένει στα αζήτητα προτίμησε να επιχειρήσει την εκλογή του μόνος και αδέσμευτος παρά σαν νευρόσπαστη μαριονέτα εγκλωβισμένη στα κομματικά νήματα και τις αυτοματοποιημένες μηχανικές κωλοτούμπες τους.

Με αυτό τον τρόπο πορεύτηκε στην έρημο της εξωκοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης επί 23 χρόνια, καταγγέλλοντας και ενίοτε εξορκίζοντας αλλά και υφιστάμενος μια κανιβαλική προπαγάνδα που στόχευε στην απομόνωση και την παράδοσή του στη χλεύη του κοινού ως γραφικού μιντιακού αρλεκίνου. Ολα αυτά έως προ δύο μηνών όταν αναθαρρημένος από το εκλογικό αποτέλεσμα ξεσπάθωσε με πάθος: «Είκοσι πέντε χρόνια με είχαν ξεγραμμένο, τώρα ήρθε η ώρα της δικαίωσης», τόνισε. Και δήλωσε έτοιμος να συγκυβερνήσει με τον Αλέξη Τσίπρα, ζητώντας του παράλληλα να του επιτρέψει να ταξιδέψει στο Βερολίνο «για να πείσω τη Μέρκελ για την ανάγκη αλλαγής των μεταρρυθμίσεων». Αν και η προσέγγισή του κρίθηκε επιπόλαιη και συγκυριακή, αιχμαλωτισμένη ίσως από τον ενθουσιασμό της στιγμής, στην πραγματικότητα αποκάλυπτε τη διάθεσή του να πάρει ρίσκα ανώτερα και πέραν της συνήθους πολιτικής πρακτικής της ελάσσονος αντιπολίτευσης.

Αλλωστε για τους ανθρώπους που είναι κοντά του, ο Βασίλης Λεβέντης δεν σκέφτεται σαν μουσαφίρης στην Ελλάδα, ούτε είναι ένας αφελής ερασιτέχνης της πολιτικής που κάποιο καπρίτσιο της τύχης τον έφερε ξαφνικά στο Κοινοβούλιο. Εχει βαθιές ρίζες στον τόπο και είναι ζυμωμένος με τις ανάγκες των λαϊκών στρωμάτων του. Εστω κι αν θεωρείται πως δεν διαθέτει διεθνές εύρος, έχει αυθεντικό γηγενές βάθος. Και τώρα πια πολιτική νομιμοποίηση. Αυτή που πιθανόν του χαρίζει αυτοπεποίθηση σαν εκείνη του αητού που φτερούγαγε στη στράτα, κατά το «Λεβέντης εροβόλαγε» του Νότη Περγιάλη που μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης.

Tο βαλς της «Αχόρταγης Αλέκας»

Γεννημένος στη Μεσσήνη, γνωστή στους ντόπιους ως «Νησί», πλάι στην Καλαμάτα, μετακόμισε οικογενειακά στα Ταμπούρια του Πειραιά στα μέσα της δεκαετίας του ’50. Ως ο βενιαμίν, τέταρτος γιος του Αποστόλου και της Γρηγορίας Λεβέντη, μεγαλώνει φτωχικά φορώντας το παντελόνι του μεγαλύτερου αδελφού του, ο οποίος το είχε παραλάβει από τον αμέσως μεγαλύτερο και ούτω καθεξής. Ο πατέρας του, που είχε αλωνιστικές μηχανές στη Μεσσηνία, καταστράφηκε ολοσχερώς οικονομικά στη Κατοχή και ως μέλος της εργατιάς της εσωτερικής μετανάστευσης δούλεψε πρώτα στα καράβια και κατόπιν στα ναυπηγεία του Σκαραμαγκά. Επιμελής και καλός μαθητής, ο Βασίλης τελειώνοντας το 4ο Γυμνάσιο Πειραιά εισάγεται το 1969 στους πέντε πρώτους στο Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών του Μετσόβιου Πολυτεχνείου. Στα ζορισμένα οικονομικά χρόνια του ως φοιτητής προστίθεται και η χούντα των συνταγματαρχών. Το 1972 εγγράφει ερασιτεχνικά -και μάλλον προς βιοπορισμό παρά ως αξίωση τραγουδιστικής καριέρας- έναν 45 στροφών δίσκο βινιλίου στην άγνωστη «ανεξάρτητη» εταιρεία Hellas Records. Ηχογραφεί ντουέτο με τη συμφοιτήτριά του Τζένη Λιέρη, στη μία πλευρά τα «Παιδιά του Πειραιά» και στην άλλη την «Αχόρταγη Αλέκα», αγνώστου συνθέτη και στιχουργού, με την αναγραφή «Ρυθμοί Βαλς» πλάι στον τίτλο. Φωνητικά μάλλον δεν τα καταφέρνει, αλλά παραμένει επινοητικός και συχνά ριψοκίνδυνος.

Στο πλευρό του εδώ και 38 χρόνια η σύζυγός του Αναστασία Μεντεσίδου-Λεβέντη

Στην κορυφαία αντιδικτατορική εκδήλωση του Πολυτεχνείου το 1973, ως τεταρτοετής συμφοιτητής της Δαμανάκη, του Ανδρουλάκη, του Χριστοδουλάκη και λοιπών μελών της συντονιστικής επιτροπής, συμμετέχει στην κατάληψη και στην εξέγερση, όχι όμως ως πρωτοπόρος, άρα μάλλον εκτός στόχευσης από το διαβόητο για τα βασανιστήριά του Σπουδαστικό της τότε Ασφάλειας. Ο ίδιος διατείνεται ότι εκείνα τα δύσκολα, ανελεύθερα και καταπιεστικά χρόνια κατείχε κρυφό πολύγραφο και μαζί με ομάδα συμφοιτητών του διένειμε νυχτιάτικα και με κάθε προφύλαξη προκηρύξεις καλώντας τους Αθηναίους σε εξέγερση ενάντια στο αιματηρό δικτατορικό καθεστώς. Στη Μεταπολίτευση έχει ήδη αποφοιτήσει με άριστα και φεύγει για μεταπτυχιακές σπουδές στο Μόναχο, απ’ όπου επιστρέφει για να συμμετάσχει στην ιδρυτική διακήρυξη του ΠΑΣΟΚ από τον Ανδρέα Παπανδρέου στις 3 Σεπτέμβρη του 1974. Στηρίζει τον ιδρυτή του Κινήματος μέχρι το 1985, όταν οι διαφωνίες του με τη λογική της ηγεσίας τον αναγκάζουν να αποχωρήσει.

Προτού  πάει -το 1976- να υπηρετήσει ως επίκουρος σημαιοφόρος τη στρατιωτική του θητεία στο Πολεμικό Ναυτικό στον Ναύσταθμο της Σαλαμίνας ψάχνει για δουλειά. Οπως ο ίδιος έχει εξομολογηθεί, συνεργάστηκε για αρκετούς μήνες ως πολιτικός μηχανικός με τον πατέρα του Αλέξη Τσίπρα, Παύλο. «Είχαμε πολύωρες συζητήσεις», εκμυστηρεύθηκε σε τηλεοπτική του συνέντευξη, «ήταν καλός άνθρωπος ομολογουμένως. Εγώ του έλεγα ορισμένες απόψεις που θεωρούσε πολύ αριστερές. Μου έλεγε ότι όταν αργότερα μπεις στο επάγγελμα θα καταλάβεις κι εσύ ότι η ζωή είναι διαφορετική απ’ ό,τι φαντάζεται ένας νέος». Ωστόσο στη διακαναλική του κόμματος του πριν από τις εκλογές του Ιανουαρίου, ο Βασίλης Λεβέντης άστραψε και βρόντηξε διερωτώμενος: «Ποιον θα βγάλουμε; Τον γιο του χουντικού εργολάβου; Ο πατέρας του Τσίπρα ήταν εργολάβος επί χούντας». Προφανώς, είτε με εμβόλιμες επιλεκτικές ανασύρσεις από τα βάθη της μνήμης, είτε με εκμεταλλεύσιμα εκλογικά τεχνάσματα, η νοσταλγία παραμένει μια άλλη χώρα. Αντιθέτως, σε ό,τι αφορά την Ενωση Κεντρώων, οι πεποιθήσεις της, όπως έχουν διαμορφωθεί από τον πρόεδρό της, παραμένουν απαράλλακτες.

Επιμένουν ότι το κόμμα τους «δεν θα γίνει τσόντα», σανίδα σωτηρίας ή κοινοβουλευτικό μαξιλαράκι της δεδηλωμένης της κυβέρνησης. Και δεδομένης της επίγνωσης των ολέθριων λαθών του ΛΑΟΣ και της ΔΗΜ.ΑΡ. ως τέως κυβερνητικών εταίρων, επικοινωνούν ότι θα δώσουν ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση «χωρίς να πάρουν λάφυρα», δηλαδή κυβερνητικά ανταλλάγματα, μόνον υπό προϋποθέσεις. Δηλαδή τους όρους που ανταποκρίνονται στις προτάσεις 9 σημείων που έχει καταθέσει το κόμμα στον πρωθυπουργό ως προαπαιτούμενο κυβερνητικής συνεργασίας. Μεταξύ αυτών, η εφαρμογή πλαφόν στην ανώτερη σύνταξη κα η κατάργηση όλων των πρόωρων, καθώς και όλων των συντάξεων των εύπορων Ελλήνων αν έχουν εισόδημα από άλλες πηγές πάνω από 3.000 ευρώ μηνιαίως. Και ακόμη μείωση στο μισό των αποδοχών όλων των αιρετών, περιορισμό του αριθμού των βουλευτών στους 200, απόλυσή όλων των αργόμισθων Δημοσίου και ΔΕΚΟ μετά από έρευνα σε βάθος 10ετίας κ.λπ.

Από την πλευρά του, ο υπουργός Επικρατείας Αλέκος Φλαμπουράρης είπε ότι θα μπορούσαν να γίνουν δεκτά μερικά σημεία της πρότασης που έχει υποβάλει ο κ. Λεβέντης στον πρωθυπουργό προκειμένου να στηρίξει την κυβέρνηση. Σε ανάλογο κλίμα υπονόησε φλερτ με τον κ. Λεβέντη για διεύρυνση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και η κυβερνητική εκπρόσωπος Ολγα Γεροβασίλη, παρότι ο επικεφαλής της Ενωσης Κεντρώων έθεσε τέρμα στην παραφιλολογία περί συνεργασίας, ξεκαθαρίζοντας ότι το κόμμα του θα στηρίξει μόνο οικουμενική κυβέρνηση, με συμμετοχή όλων των κομμάτων. Γεγονός που ανάγκασε τους βουλευτές του μετά από τις αφόρητες πιέσεις που δέχονταν -και υπό το βάρος των σεναρίων συμπόρευσης με την κυβέρνηση που κυκλοφορούσαν- να τα διαψεύσουν επειγόντως δηλώνοντας κατηγορηματικά ότι άπαντες θα καταψηφίσουν τον Προϋπολογισμό.

Κοινός τόπος η εξουσία

Ωστόσο το ερώτημα που προκύπτει στην κοινωνία είναι πώς είναι δυνατόν για δεύτερη φορά κόμματα με διαφορετική κουλτούρα, αισθητική, πολιτική αντίληψη και ιστορική συναίσθηση να συμπλεύσουν δίχως κοινό παρονομαστή, με μόνη συγκολλητική ουσία τα λάφυρα της νομής της εξουσίας. Δικαίως αναρωτιέται η κοινή γνώμη κατά την όγδοη χρονιά της χώρας στην ύφεση και την έκτη σε μνημόνιο, πώς είναι δυνατή η παραγωγή πολιτικής στο τρέχον σύστημα διαχείρισης από αντιφατικές  διαμετρικά αντίθετες δυνάμεις, χωρίς κοινή πλατφόρμα, σχέδιο και στόχους. Η αλήθεια είναι ότι μεγάλη μερίδα πολιτών -μορφωμένων, καλόγουστων, απαιτητικών, αλλά και νεοανέργων, διαψευσμένων και απελπισμένων- αναζήτησε αγωνιωδώς νέες έως πρωτότυπες μορφές πολιτικής έκφρασης. Και σκόνταψε σε αναθεωρήσεις, ανακαινίσεις και μετασκευές παλαιών πασπαρτού απαντήσεων και συνταγές έτοιμων λύσεων.

Εν τούτοις εξακολουθεί να στηρίζει την επιλογή της, παρότι αυτή δεν εκφράζει λυσιτελώς τις ανάγκες και τις προσδοκίες της, φρενάροντας για την ώρα την πλήρη αποδόμηση του παραδοσιακού πολιτικού σκηνικού. Από αυτή την άποψη ο συστημικός, αλλά όχι συνθηκολογημένος σε υπερεθνικά κελεύσματα και επιταγές, καθώς και ουδέποτε διεφθαρμένος, όπως τονίζει ο ίδιος, Βασίλης Λεβέντης υπό το ντουμπλ φας κοστούμι της συμπολιτευόμενης αντιπολίτευσης ή της αντιπολιτευόμενης συμπολίτευσης φαντάζει ρεαλιστικά ως πιθανός αξιόπιστος κοινοβουλευτικός παρτενέρ της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Μια ενδεχόμενη τέτοια προσέγγιση εκτιμάται ότι θα προσέφερε, διά της απλής αριθμητικής πρόσθεσης των 9 βουλευτών στην πλειοψηφία, άλλοθι στον ήδη προνομιακό κυβερνητικό εταίρο. Εξάλλου, κάθε άλλη συναινετική εκδοχή από τα λοιπά κόμματα της αντιπολίτευσης θα είχε ως βέβαιο αποτέλεσμα τον εκτοπισμό των βουλευτών των ΑΝ.ΕΛ. από τα κυβερνητικά τους πόστα. Πόσο μάλλον στο ρευστό κοινοβουλευτικό κλίμα εφησυχασμού, αδράνειας, διαχειριστικής ανεπάρκειας και, κυρίως, αντιφατικότητας.

Με την Κοινοβουλευτική του Ομάδα: υπό το βάρος των σεναρίων για συμπόρευση με την κυβέρνηση άπαντες δαήλωσαν κατηγορηματικά πως θα καταψηφίσουν τον προϋπολογισμό

Μερικώς άλλωστε απασχολεί τους πολίτες, οι οποίοι μάλλον βρίσκονται ένα βήμα πιο μπροστά από τις κομματικές πιρουέτες, η πολιτικά σχιζοφρενική διάσταση που εκδηλώνεται από κυβερνητικά στελέχη. Ειδικότερα όταν την ίδια μέρα για τους μεν «η χώρα δεν έχει ξεφύγει από την ατζέντα του Grexit» και για τους δε «το 2015 ήταν το έτος του οριστικού τέλους του Grexit». Ή, ακόμη πιο εμφατικά παράλογα, μια μερίδα του κυβερνώντος κόμματος με ανακοίνωσή της καλεί σε μαζική συμμετοχή στη γενική απεργία απέναντι στις ακραία νεοφιλελεύθερες πολιτικές που εφαρμόζει η ίδια η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ! Υπό αυτό το πρίσμα, ο Βασίλης Λεβέντης δηλώνει πως σε αντίθεση με τη Φώφη Γεννηματά και τον Σταύρο Θεοδωράκη που διακατέχονται από προσωπική αντιπάθεια για τον Αλέξη Τσίπρα, αυτός έχει μόνο πολιτικές διαφωνίες και προσέρχεται ως ο αθώος συμπαραστάτης μιας ανασφαλούς παρέας που οφείλει να διεκπεραιώσει ένα μελοδραματικό σενάριο. Για να ολοκληρώσει ενδεχομένως το φινάλε της παράστασης με τον πρωταγωνιστή να απαγγέλλει μπροστά στον γκρεμό «Ελα μαζί μου» ως ύστατη έκκληση. Και τον εύπιστο τριταγωνιστή, με την εμμονή του να θαυματουργήσει, να σπεύδει πρόθυμα στη βουτιά, τρέποντας τους απαρηγόρητους εναπομείναντες οπαδούς του σε αλλόφρονα φυγή.

Ηθικό ένστικτο και εγρήγορση

Θεωρείται ότι το κόμμα της Ενωσης Κεντρώων δεν διαθέτει τα επεξεργασμένα ιδεολογικά και με αξιώσεις καθολικότητας πολιτικά εργαλεία ώστε να αντισταθεί στις προκλήσεις ή τις προσκλήσεις. Εχει όμως ηθικό ένστικτο και νεύρο εγρήγορσης. Πάνω απ’ όλα, τονίζουν στελέχη του κόμματος, διαθέτει έναν έμπειρο πολιτικό ηγέτη, δοκιμασμένο διά πυρός και σιδήρου, ώστε να αποδεχτεί τον ανάξιο ρόλο του σιδηρόστοκου για να μπαλώσει πιθανά ρήγματα στο σκάφος της κυβερνητικής πλειοψηφίας. Ο Λεβέντης, λένε, μόνο αφελής δεν είναι. Είναι αποδεδειγμένα μαχητής, ευσυνείδητος επαγγελματίας από την εποχή που διατηρούσε γραφείο μελετών στον Πειραιά, κριτικός στις αναλύσεις του και εύθικτος στις μικρότητες. Οσοι τον θυμούνται από το μακρινό 1990, όταν έφτιαξε το Κανάλι 67 με τον τρόπο που «ιδρύονταν» τότε τα κανάλια, είχαν θαυμάσει την εργατικότητα και την εύστροφη επιδεξιότητά του.

Εφερε από το Μιλάνο πομπούς ελάχιστης ισχύος, εγκατέστησε την κεραία αρχικά στον Καρέα, και κατόπιν για μεγαλύτερη εμβέλεια στον Υμηττό, όπου αντιμετώπισε εχθρικό κλίμα, από τα μεγάλα κανάλια. Για να διατηρήσει το σήμα ανέβαινε νύχτα στο βουνό γεμίζοντας τη γεννήτρια με πετρέλαιο έτσι ώστε να εκπέμπει το κανάλι. Και φυσικά σε ένα περιβάλλον απόλυτα ερασιτεχνικό, όπου με μηδαμινά έσοδα και «απειροελάχιστο» αλλά αφοσιωμένο προσωπικό εθελοντών που έκαναν τους εικονολήπτες, τους φροντιστές, τους παραγωγούς και τη γραμματεία, ενώ στο τέλος σκούπιζαν και τις εγκαταστάσεις, ο ίδιος απτόητος εκσφενδόνιζε τους ρητορικούς κρουνούς της σκέψης του.

Στο στόχαστρό του τότε, η Χαριλάου Τρικούπη, η Ρηγίλλης και οι καθημερινές αιχμηρές επιθέσεις σε πολιτικούς διαμόρφωναν το προφίλ του καναλιού. Από τις εκτοξεύσεις της οργισμένης φραστικά φαρέτρας του δεν απουσίαζαν και οι τοποθετήσεις κατά του Καναλιού 29 του Γιώργου Κουρή, το οποίο αποκαλούσε «χοιροστάσιο» και υποσχόταν να κλείσει όταν θα ερχόταν στην εξουσία. Τα έφερε, έτσι, η μοίρα, κατ’ άλλους η αριστοτεχνική μαστοριά του, να πουλήσει το κανάλι του το 2000 στον ανταγωνιστή καναλάρχη Κουρή με άγνωστο τίμημα, το οποίο θεωρείται πως του επέτρεψε να προσηλωθεί στο κόμμα του δίχως άλλους επαγγελματικούς περισπασμούς. Κράτησε τότε μια δίωρη καθημερινή εκπομπή για το τηλεοπτικό του ιδίωμα, ξεκίνησε τακτική αρθρογραφία στην «Αυριανή», ενώ διατήρησε, λέγεται, και ποσοστό 20% το οποίο εξατμίστηκε μετά από την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου του τηλεοπτικού δικτύου, το οποίο βαφτίστηκε αρχικά ΕXTRA CHANNEL και αργότερα μετονομάστηκε σε EXTRA CHANNEL 3. Συντήρησε, ωστόσο, αν και περιορισμένη, την τηλεοπτική εκπομπή του με το ίδιο ορμητικά δηκτικό ύφος του ανθρώπου που έχει εξοικειωθεί τόσο πολύ με τα πλήγματα από το σμήνος αντίπαλων βελών που έχει δεχτεί, ώστε κάθε αυτοσυγκράτηση απέναντι στον φόβο να έχει κάνει φτερά.

Μοντελίστ Νατάσα,  η «κολόνα» του

Από μια άποψη, δηλώνουν άνθρωποι του ευρύτερου περίγυρού του, ο Βασίλης Λεβέντης δεν θα έπρεπε να δονείται επιτακτικά από το άγχος της πολιτικής αυτεπιβεβαίωσης, ακόμη κι αν «τρεφόταν» απ’ ό,τι θεωρούσε φθόνο των άλλων απέναντί του. Ευτυχισμένος οικογενειάρχης, παντρεμένος εδώ και 38 χρόνια με τη σύζυγό του Αναστασία Μεντεσίδου-Λεβέντη, την «κολόνα μου», όπως την αποκαλεί ο ίδιος. Η Νατάσα, όπως την αποκαλεί χαϊδευτικά, με προέλευση από εύπορη οικογένεια της Καβάλας, διετέλεσε ξεχωριστή μοντελίστ με οίκο μόδας και εκλεκτή πελατεία στο Κολωνάκι, ενώ σήμερα κρατάει το πολιτικό γραφείο παράλληλα με τη φροντίδα του σπιτιού τους. Στο πλευρό του και ο θετός του γιος από τον πρώτο γάμο της συζύγου του, Μάριος Γεωργιάδης, οικονομολόγος, βουλευτής πλέον της Α’ Αθηνών, που έχει χαρίσει στους γονείς του δύο εγγόνια. Ενδεχομένως άλλος να τα είχε παρατήσει, δεδομένου ότι η ζωή τού φέρθηκε καλά. Οχι αυτός όμως, λένε οι φίλοι του. Γιατί δεν αισθάνθηκε ποτέ του ξεπερασμένος.

Αν και ο ίδιος έχει περιγράψει ότι στην αρχή της πολιτικής του δραστηριοποίησης αισθανόταν πολύ μικρός, ασήμαντος για να προχωρήσει ως ένα παιδί χωρίς όνομα και χωρίς παρελθόν, είναι πολύ πιθανόν να υιοθέτησε ασυναίσθητα εκείνη την αμερικανική παροιμία που λέει «όταν δεν ξέρεις πού πας, κοίτα από πού έρχεσαι». Κάπως έτσι κρίνεται ότι σφυρηλάτησε ένα κράμα επαγγελματία πολιτικού και ρομαντικού ιδεαλιστή που από ιδιοσυγκρασία αυτοπυροδοτούσε την ακαταμάχητη θέλησή του να αντιταχθεί σε αγυρτείες, αχρειότητες και μηχανορραφίες. Με την ίδια εφηβική ζωντάνια έθεσε υποψηφιότητα για δήμαρχος Αθήνας, Πειραιά, στην Ευρωβουλή και σε αλλεπάλληλες εθνικές εκλογικές αναμετρήσεις. Με παρόμοιο νεανικό σθένος δεν αποκαρδιώθηκε από τα δυσμενή για τον ίδιο αποτελέσματα. Και συνεχίζει ανένδοτος από ποικιλώνυμους επηρεασμούς, τώρα που κέρδισε την ευκαιρία της εκπροσώπησής του στη Βουλή, να ασκείται με υπευθυνότητα στο πολιτικό παιχνίδι, με γνώμονα να φανεί χρήσιμος στη χώρα. Ισως επειδή έχει ενστερνιστεί εκείνη τη ρήση του Οσκαρ Γουάιλντ που έλεγε: «Στον αγώνα της ζωής, όποιος κι αν είναι ο στόχος σου, να κρατάς τα μάτια σου στο κουλούρι και όχι στην τρύπα».

Απάντηση