ΕΙΔΗΣΕΙΣΠΡΩΤΟΣΕΛΙΔΑΥΓΕΙΑΣ

Ελληνική συσκευή σε μέγεθος σπιρτόκουτου ανιχνεύει Σε 3 λεπτά τον κορονοϊό.

Ελληνική συσκευή σε μέγεθος σπιρτόκουτου ανιχνεύει Σε 3 λεπτά τον κορονοϊό.

Ρεπορτάζ: Εύη Πανταζοπούλου
Μια συσκευή, σε μέγεθος
σπιρτόκουτου, ένα κινητό τηλέφωνο ή tablet και μόλις
τρία λεπτά από τον χρόνο του
θα χρειάζεται κάποιος για να ελέγξει αν είναι θετικός στον κορονοϊό.

Ερευνητές του Γεωπονικού Πανεπιστημίου δημιούργησαν μια εφαρμογή η οποία μπορεί να ανιχνεύσει τον κορονοϊό από την πρώτη κιόλας μέρα της μόλυνσης, χωρίς την ύπαρξη συμπτωμάτων, μέσω της επιφανειακής πρωτεΐνης-ακίδας S1.
«Δεν πρόκειται για μια καινούρια μέθοδο. Χρησιμοποιείται εδώ και αρκετά χρόνια, για παράδειγμα στην ανίχνευση της ηπατίτιδας. Είναι πατενταρισμένη και έχει δοκιμασθεί η αξιοπιστία της. Όταν ξέσπασε η πανδημία, έδωσα εντολή στην ερευνητική μας ομάδα να εστιάσει στην ανίχνευση του κορονοϊού», περιγράφει στην
«Political» ο πρύτανης του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Σπύρος Κίντζιος.Ο πρύτανης εξηγεί ότι «εστιάσαμε στην
πρωτεΐνη που εμφανίζεται από την πρώτη στιγμή της μόλυνσης. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι, ανιχνεύοντας την πρωτεΐνη αυτήν, μπορούμε να εντοπίσουμε άμεσα αν κάποιος νοσεί με κορονοϊό, ακόμα κι αν
δεν έχει κανένα σύμπτωμα. Κάναμε το τεστ πολύ ευαίσθητο -χρειάζονται, δηλαδή, απειροελάχιστες συγκεντρώσεις του ιού στο σάλιο- και είμαστε πολύ ευτυχείς γιατί έχουν πραγματοποιηθεί δύο κλινικές μελέτες, σε συνεργασία με τον ΕΟΔΥ και το νοσοκομείο “Σωτηρία”, και μία ανεξάρτητη μελέτη από την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, η οποία, ακριβώς επειδή είναι ανεξάρτητη, έχει υψηλά επίπεδα αξιοπιστίας».

Μεγάλο ποσοστό επιτυχίας
Το τεστ που παρήγαγε η ερευνητική ομάδα του Εργαστηρίου Κυτταρικής Τεχνολογίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου είναι ικανό να ανιχνεύσει σε τρία λεπτά με τη χρήση σάλιου τυχόν μόλυνση, σε ποσοστό
επιτυχίας από 95% έως 97%, όταν τα selftests έχουν ποσοστό επιτυχίας 50% έως
60%, χωρίς να έχει πραγματοποιηθεί κάποια κλινική μελέτη. Η τεχνολογία του είναι
πάρα πολύ απλή και είναι παραπλήσια αυτής που έχει χρησιμοποιείται για τη μέτρηση του σακχάρου από τους διαβητικούς.
Με ειδική μπατονέτα λαμβάνεται δείγμα από τη μύτη ή το στόμα, το οποίο τοποθετείται σε ένα ηλεκτρόδιο με τροποποιημένα συνθετικά κύτταρα (βιοαισθητήρας).
Εφόσον με την τοποθέτηση του δείγματος στο ηλεκτρόδιο επέλθει αλλαγή στην κατάσταση των τροποποιημένων συνθετικών κυττάρων, προκύπτει η ύπαρξη μόλυνσης.
Τα στοιχεία που εξάγονται εμφανίζονται μέσω εφαρμογής στην οποία έχει οριστεί
μια συγκεκριμένη τιμή αναφοράς, στο κινητό ή το tablet, και ενημερώνουν τον χρήση για το αν νοσεί από κορονοϊό.

«Αυτήν τη στιγμή χρησιμοποιούμε στο εργαστήριο μια συσκευή, στο μέγεθος ενός κουτιού, η οποία δέχεται έως και οκτώ
δείγματα. Ωστόσο, εξελίσσουμε μια μικρότερη συσκευή, στο μέγεθος ενός σπιρτόκουτου, για ατομική χρήση. Απευθυνθήκαμε στον δήμο και την περιφέρεια, για να παραχθεί μαζικά το τεστ, αλλά αντιλαμβανόμαστε ότι ξεφεύγει από τις δυνατότητές τους.

Στόχος μας, πλέον, είναι να βρούμε φορείς που χρηματοδοτούνται από ευρωπαϊκές πηγές, για να παραχθεί και να διατεθεί το τεστ μαζικά. Κατά τα άλλα, δεν υπάρχει κανένα εμπόδιο να βγει στη αγορά – και με
χαμηλό κόστος μάλιστα. Η συσκευή θα παρέχεται δωρεάν, όπως γίνεται και με τον διαβήτη, και πιστεύουμε ότι το κόστος του τεστ, με ένα εμπορικό κέρδος για την εταιρεία παραγωγής, δεν θα ξεπερνά τα πέντε
ευρώ», καταλήγει ο κ. Κίντζιος.

Για τη δημιουργία της πρωτοποριακής εφαρμογής συνεργάστηκε η ερευνητική ομάδα του Εργαστηρίου Κυτταρικής Τεχνολογίας, με συντονίστρια πειραμάτων τη μεταδιδακτορική ερευνήτρια Σοφία Μαυρίκου, το Εργαστήριο Μικροβιολογίας της Ιατρικής Σχολής Αθηνών, ο καθηγητής
Παιδιατρικής – Λοιμωξιολογίας του πανεπιστημίου Αθηνών Αθανάσιος Μίχος και το
νοσοκομείο «Σωτηρία».

 

Απάντηση