ΑΓΡΟΤΙΚΑΠΡΩΤΟΣΕΛΙΔΑ

Τα 9 βήματα για την επιτυχημένη και ποιοτική καλλιέργεια στο σιτάρι

Καϊλιάνης Βασίλειος – Τεχνολόγος Γεωπόνο

Αυτά είναι τα 9 Βήματα που πρεπει να ακολουθήσετε για επιτυχημένη καλλιέργεια υψηλής ποιότητας, από την αρχή γνωρίζοντας τις Γενικές Απαιτήσεις, φτάνοντας έως και την συγκομιδή, αποθήκευση και συντήρηση του.
Βήμα 1ο – Γενικές Απαιτήσεις

Έδαφος

Καλλιεργείται σε ποικιλία εδαφών, αλλά ευδοκιμεί κυρίως σε εδάφη μέσης σύστασης μέχρι βαριά (αμμοπηλώδη, πηλώδη, αργιλώδη), βαθειά και καλά στραγγιζόμενα, με pH>5.5.

Προτιμά εδάφη με pH 6 – 7,8, ενώ το μαλακό σιτάρι δίνει τις υψηλότερες αποδόσεις σε pH 6,5 – 7,5 και το σκληρό σε pH 6,7 – 7,8.

Οι μεγαλύτερες αποδόσεις επιτυγχάνονται στα γόνιμα ιλυοπηλώδη ή αργιλοπηλώδη εδάφη, με επαρκή υγρασία. Τα πολύ αμμώδη και τα κακώς στραγγιζόμενα δίνουν μικρές αποδόσεις, ενώ ακατάλληλα για καλλιέργεια είναι τα όξινα και τα ισχυρώς εκπλυθέντα. Εδάφη πλούσια σε οργανική ουσία δημιουργούν προδιάθεση για πλάγιασμα, αν και η ύπαρξη οργανικής ουσίας είναι επιθυμητή. Ελαφρά εδάφη προτιμώνται ιδίως σε ξηρές περιοχές. Αλατότητα στο έδαφος πάνω από 6-7 mmhos/cm μειώνει τις αποδόσεις.

Κλίμα

Η άριστη θερμοκρασία φυτρώματος (ΒΒCH: 00-09) είναι 20-25 οC, με ελάχιστη 3-4 οC και μέγιστη 35-37 οC. Σε θερμοκρασίες ανώτερες των 25 oC, η βλάστηση αρχίζει να γίνεται ακανόνιστη και ο σπόρος να είναι ευάλωτος σε παθογόνα. Στις υψηλές θερμοκρασίες το ενδοσπέρμιο υφίσταται αποσύνθεση από μικροβιακή δράση και το έμβρυο πεθαίνει.

Το φως δεν επηρεάζει τη βλάστηση.

Άριστη θερμοκρασία για το αδέλφωμα (BBCH: 20-29) είναι 14-18 οC και για τη φωτοσύνθεση γύρω στους 22 οC. Η διαφοροποίηση, ανάδυση και εκδίπλωση των φύλλων (BBCH: 10-19) επηρεάζονται θετικά από τη θερμοκρασία, την ένταση ακτινοβολίας και τη φωτοπερίοδο. Το τελικό μέγεθος του ελάσματος επηρεάζεται σημαντικά από τη θερμοκρασία του αέρα, με άριστη θερμοκρασία 20 οC. Υψηλές θερμοκρασίες στην πρώτη ανάπτυξη προκαλούν επιβράδυνση της άνθισης. Οι εαρινές ποικιλίες αντέχουν στο ψύχος μέχρι -10 οC, οι χειμερινές έως -20 οC ή μετά από σκληραγώγηση έως -30 οC και κάτω από χιόνι έως -40 οC, ενώ ιδιαίτερου ενδιαφέροντος είναι η θερμοκρασία στο βάθος 1-3 cm όπου βρίσκεται ο σταυρός.

Οι πολύ χαμηλές θερμοκρασίες προκαλούν βλάβες εάν επέλθουν πριν από το στάδιο της αυτοσκληραγώγησης. Μεγαλύτερη αντοχή στο ψύχος παρουσιάζει το μαλακό σιτάρι. Οι όψιμοι παγετοί ή ακόμη και 0 oC έστω και για λίγες ώρες, όταν τα φυτά έχουν ξεσταχυάσει, προκαλούν καταστροφή και στείρωση των ανθέων. Η ελάχιστη θερμοκρασία για την άνθιση (BBCH: 62-69) είναι 10 οC, η μέγιστη 32 οC και η άριστη 18-24 οC. Θερμοκρασίες μεγαλύτερες από 32 o C, στις 3-4 εβδομάδες μετά την άνθιση, τερματίζουν πρόωρα το γέμισμα, ενώ κατά την άνθιση προκαλούν κακή γονιμοποίηση. Στην άνθιση, η υπερβολικά ξηρή ατμόσφαιρα προκαλεί σοβαρές ανωμαλίες. Υψηλές θερμοκρασίες σε συνδυασμό με υψηλή σχετική υγρασία αυξάνουν τις προσβολές από ασθένειες όπως η σκωρίαση. Χαμηλές θερμοκρασίες κατά την άνθιση και γονιμοποίηση μειώνουν σημαντικά τον αριθμό των καρπών ανά στάχυ. Η θερμοκρασία ημέρας και νύχτας, και η ηλιακή ακτινοβολία επηρεάζουν το γέμισμα των καρπών (ΒΒCH: 71-77). Άριστη θερμοκρασία ημέρας είναι 25 οC και νύχτας 12 οC.

Υψηλές θερμοκρασίες συνεπάγονται χαμηλό τελικό βάρος. Η έντονη ηλιακή ακτινοβολία μειώνει τη διάρκεια του γεμίσματος, πιθανόν λόγω αλληλεπίδρασης με τη θερμοκρασία.

Ο δριμύς χειμώνας που τον ακολουθεί δροσερή και ξηρή θερινή περίοδος ευνοεί την περιεκτικότητα σε πρωτεΐνη. Στις ξηρές περιοχές η περίοδος αυτή είναι μικρότερη, λόγω της υψηλής θερμοκρασίας και της ξηρασίας. Ο λίβας κατά το ξεστάχυασμα (BBCH: 51-59) προκαλεί το θάνατο των εκτεθειμένων ανθικών οργάνων ενώ κατά το γέμισμα συντομεύει ή και διακόπτει τη διαδικασία του γεμίσματος, με αποτέλεσμα συρρικνωμένους καρπούς και χαμηλές αποδόσεις.

Πολλαπλασιαστικό Υλικό

Για μια ποικιλία, το άριστο είναι να συνδυάζει χαρακτηριστικά νανισμού και ανορθωμένου φυλλώματος, μικρό αριθμό αδελφιών, μεγάλο μέγεθος καρποταξίας, παχιά και ανθεκτικά στελέχη, καθώς και πλούσιο ριζικό σύστημα έτσι ώστε, να εξασφαλίζεται αντοχή στο πλάγιασμα.

Άλλα χαρακτηριστικά των ποικιλιών που ενδιαφέρουν είναι η διάρκεια του βιολογικού κύκλου δηλαδή εάν μια ποικιλία είναι πρώιμη, μεσοπρώιμη ή όψιμη, η αντοχή στους παγετούς και την ξηρασία, οι απαιτήσεις σε γονιμότητα εδάφους και σε άζωτο, η αντοχή σε ασθένειες, το βάρος 1000 κόκκων, καθώς και άλλα ποιοτικά χαρακτηριστικά. Για την επιλογή της κατάλληλης ποικιλίας λαμβάνονται υπόψη και οι συνθήκες της αγοράς. Για παράδειγμα, σε περίπτωση καλλιέργειας σκληρού σιταριού για παραγωγή σιμιγδαλιού, πρέπει να επιλεγεί ποικιλία ανθεκτική στο αλεύρωμα των κόκκων, ιδίως μάλιστα αν πρόκειται να καλλιεργηθεί σε πολύ γόνιμο έδαφος. Η εποχή ξεσταχυάσματος (ΒΒCH: 51-59) θεωρείται σαν δείκτης πρωιμότητας των ποικιλιών.

Στις νάνες ποικιλίες το ριζικό σύστημα είναι ελαφρά μεγαλύτερο με αποτέλεσμα μεγαλύτερη αντοχή στην ξηρασία.

Οι σημερινές ποικιλίες και τα υβρίδια έχουν ενσωματωμένους πολλούς παράγοντες ανθεκτικότητας χωρίς συμβιβασμούς σε θέματα παραγωγικότητας και ποιότητας.

Οι κυριότερες ποικιλίες διακρίνονται σε ποικιλίες μαλακού και σκληρού σιταριού. Ανάλογα με τις θερμικές απαιτήσεις και τις φωτοπεριοδικές αντιδράσεις τους, διακρίνονται σε χειμωνιάτικες που απαιτούν θερμοκρασίες 0-8 oC για λίγες εβδομάδες για να εαρινοποιηθούν και είναι ανθεκτικές στις χαμηλές θερμοκρασίες, σε ανοιξιάτικες, οι οποίες δεν απαιτούν τόσο χαμηλές θερμοκρασίες για εαρινοποίηση και είναι ευπαθείς στις χαμηλές θερμοκρασίες και σε ενδιάμεσες με απαιτήσεις μεταξύ των χειμωνιάτικων και ανοιξιάτικων. Σε ήπιους ή βροχερούς χειμώνες γίνεται σπορά με ανοιξιάτικες ποικιλίες, ενώ σε μέτρια ψυχρούς χειμώνες με χειμωνιάτικες. Ποικιλίες σκληρού , μαλακού και δίκοκκου σιταριού.

Ο σπόρος που θα επιλεγεί, πρέπει να είναι πιστοποιημένος ώστε να πληρούνται συγκεκριμένες προϋποθέσεις όπως να ανήκει στην ποικιλία που επιλέχθηκε, να είναι καθαρός, απαλλαγμένος από σπόρους ζιζανίων ή άλλων ποικιλιών, να είναι απολυμασμένος, απαλλαγμένος από ασθένειες και έντομα, να μην περιέχει σπασμένους σπόρους ή σπασμένα έμβρυα, να είναι κατά το δυνατόν ομοιόμορφος σε μέγεθος και γεμάτος, να παρουσιάζει υψηλή φυτρωτική ικανότητα και βλαστική δύναμη (βλαστικότητα 90%) και ανθεκτικότητα/ανεκτικότητα στις διάφορες ασθένειες. Σπόρος που πληρεί τις παραπάνω προϋποθέσεις, εφόσον δεν υποστεί ανάμειξη, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε δύο, σπανίως σε τρεις διαδοχικές καλλιεργητικές περιόδους και στη συνέχεια, θα πρέπει να ανανεωθεί. Η ανανέωσή του, η προμήθεια δηλαδή πιστοποιημένου σπόρου κάθε 2-3 χρόνια, είναι απαραίτητη, γιατί η ποικιλία με τις διαδοχικές καλλιέργειες χάνει μεγάλο ποσοστό από την ομοιογένειά της και οι αποδόσεις μειώνονται σημαντικά.

Μεγαλύτεροι σπόροι συνεπάγονται ταχύτερη εγκατάσταση φυταρίων, καλύτερο ανταγωνισμό με τα ζιζάνια και πιθανόν υψηλότερες αποδόσεις. Η περιεκτικότητα των σπόρων σε πρωτεΐνη επηρεάζει την ανάπτυξη των φυταρίων περισσότερο από ότι το μέγεθος του.

Η βλαστική ικανότητα του σπόρου μειώνεται αν αυτός εκτεθεί σε υψηλή θερμοκρασία και υγρασία. Ο στεγνός σπόρος μπορεί να ανεχθεί όμως υψηλές θερμοκρασίες.

Η ηλικία του σπόρου μειώνει επίσης τη βλαστική του ικανότητα, αλλά σε μικρότερο βαθμό. Κάτω από ιδανικές συνθήκες αποθήκευσης, ο σπόρος μπορεί να διατηρήσει τη βλαστική του ικανότητα σε ικανοποιητικό βαθμό για δέκα χρόνια. Κατά τη σπορά χρησιμοποιούνται συνήθως σπόροι της προηγούμενης σοδειάς. Οι πιο παλιοί σπόροι μπορεί να αποδειχθούν καλύτεροι γιατί βλαστάνουν μόνο οι πιο υγιείς και δίνουν ζωηρά φυτά. Σε περίπτωση ιστορικού υψηλών προσβολών σημαντικών ασθενειών πρέπει να γίνεται χρήση ανθεκτικών ποικιλιών και σπόρου επενδεδυμένου με κατάλληλο μυκητοκτόνο.
ΠΗΓΗ: FARMACON.GR

Απάντηση